- ἀνεφθάρης
- ἀναφθείρομαιby what ill luck cameaor ind pass 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναφθείρομαι — ἀναφθείρομαι (Α) 1. γίνομαι άθλιος, εξαθλιώνομαι «κατά τι δεῡρ’ ἀνεφθάρης;» (Αριστοφάνης) ποια αθλιότητα σε έφερε εδώ; 2. ματαιώνω, ψευτίζω … Dictionary of Greek